- νεόθηλος
- νεόθηλος, -ον (Α)(ποιητ. τ.) νεοθηλής* (II).[ΕΤΥΜΟΛ. < νε(ο)-* + -θηλος (< θηλή), πρβλ. εύ-θηλος].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
νεοθήλου — νεόθηλος masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θηλή — (Ανατ.). Επιστημονική ονομασία προεξοχής της επιφάνειας ορισμένων οργάνων του σώματος. Οι πιο γνωστές θ., των οποίων η κοινή ονομασία είναι ρώγες, είναι αυτές των μαστών. Αναφέρονται και πολλές άλλες, όπως οι γευστικές θ. της γλώσσας, στις οποίες … Dictionary of Greek